- τριώνυχος
- τρῐ-ώνῠχος, ον, ([etym.] ὄνυξ)A with three nails or points, Lyc.392.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριώνυχος — η, ο / τριώνυχος, ον, ΝΑ αυτός που έχει τρία νύχια αρχ. αυτός που έχει τρεις αιχμές («τριώνυχον δόρυ», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ώνυξ (< ὄνυξ, υχος «νυχι»), πρβλ. ἀμφ ῶνυξ. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
τριωνύχῳ — τριώνυχος with three nails masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… … Dictionary of Greek